===================
"ΚΑΤΑ ΤΟΚΙΖΟΝΤΩΝ"
_______________________________________________________________
Αν και γράφηκε πριν από 16 αιώνες παραμένει επίκαιρος, εύστοχος, εποικοδομητικός και διδακτικός ΟΧΙ ΜΟΝΟ για πρόσωπα, οικογένειες, κοινωνίες και κράτη, αλλά κυρίως ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟΜΕΤΟΧΟΙ ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ (όπως π.χ. η Ελλαδική Εκκλησία στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, η Αγγλικανική Εκκλησία στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ κ.ο.κ.).
_______________________________________________________________
Επειδή ο προφήτης ήθελε να περιγράψει με τον λόγο του, εκείνον πού πρόκειται να βαδίσει την σταθερή ζωή, απαρίθμησε μεταξύ των κατορθωμάτων και το εξής: «Να μη δανείζει τα χρήματά του με τόκο». Σε πολλά μέρη της Γραφής κατηγορείται η αμαρτία αυτή. Και ο Ιεζεκιήλ τοποθετεί μεταξύ των μεγάλων κακών το να παίρνει κανείς τόκο και πλεόνασμα, και ο νόμος απαγορεύει κατηγορηματικά: «Ουκ εκτοκιείς τω αδελφώ σου και τω πλησίον σου». Και πάλι λέγει: «Δόλος επί δόλω, και τόκος επί τόκω». Αλλά και για την πόλη πού είναι πλούσια σε πλήθος αμαρτιών τί λέει ο Ψαλμός; «Ουκ εξέλιπεν εκ των πλατειών αυτής τόκος και δόλος». Και τώρα ως χαρακτηριστικό της τελείωσης τού ανθρώπου ο προφήτης θεώρησε αυτό το ίδιο λέγοντας: «Το αργύριον αυτού ουκ έδωκεν επί τόκω». Πράγματι κρύβει υπερβολική απανθρωπιά, ο μεν ένας να στερείται και τα απαραίτητα για την ζωή και να ζητάει δάνειο για να παρηγορηθεί στην ζωή του, ο δε άλλος να μην αρκείται στο κεφάλαιο, αλλά να επινοεί νέα κέρδη για τον εαυτό του από τις συμφορές τού φτωχού και να συνάγει πλούτο. Ο Κύριος, λοιπόν, σαφέστατα μάς διατάσσει λέγοντας: «Και τον θέλοντα από σού δανείσασθαι, μη αποστραφής».
Ο φιλάργυρος όμως ενώ βλέπει κάποιον άνδρα να λυγίζει από την ανάγκη, να τον ικετεύει μπροστά στα πόδια του, να κάνη κάθε τι ταπεινό, να λίγη το παν, δεν τον ελεεί παρ' όλον ότι κάνει πράξεις αναξιοπρεπείς δεν σκέπτεται την φύση του, δεν υποχωρεί στις ικεσίες, αλλά παραμένει άκαμπτος και αμείλικτος, δεν υποχωρεί στις παρακλήσεις, δεν λυγίζει στα δάκρυα, επιμένει στην άρνηση και ορκίζεται και καταριέται τον εαυτό του ότι βρίσκεται σε παντελή έλλειψη χρημάτων και ψάχνει και αυτός, δήθεν, μήπως βρει κάποιον από τούς δανειστές και βεβαιώνει με όρκους το ψέμα του, αποκτώντας ως πρόσθετο κακό εμπόρευμα της απανθρωπιάς την επιορκία.
Όταν όμως εκείνος πού ζητάει το δάνειο υπενθυμίσει τους τόκους που θα πληρώσει και μιλήσει για υποθήκες, τότε ο δανειστής κατεβάζει τα φρύδια του και χαμογελάει και ίσως τότε να θυμηθεί κάποια πατρική φιλία και να αποκαλέσει τον έχοντα την ανάγκη γνώριμο και φίλο. «Θα δούμε, λέει, εάν έχω κάπου φυλαγμένα χρήματα. Υπάρχει κάποια παρακαταθήκη ενός φίλου μου άνδρα, ο οποίος μού την παρέδωσε για να την τοκίσω. Αλλά εκείνος, βέβαια, όρισε βαρείς τόκους γι' αυτό εγώ όμως θα τούς ελαττώσω κατά τι και θα σού τα δώσω με χαμηλότερο τόκο».
Με τέτοια φτιαχτά λόγια και με τέτοιες κολακείες ξεγελά τον ταλαίπωρο, δεσμεύοντάς τον με γραμμάτια, και εκτός από την φτώχεια πού τον κατατυραννεί, αφού αφαιρέσει επί πλέον και την ελευθερία τού ανδρός, φεύγει. Διότι εκείνος πού κατέστησε τον εαυτό του υπεύθυνο σε τόκους τούς οποίους δεν είναι σε θέση να πληρώσει, έγινε δούλος με την θέλησή του σε όλη του την ζωή. Πες μου, χρήματα και κέρδη ζητάς από τον φτωχό; Αλλά, εάν μπορούσε να σε κάνη πλουσιότερο, για ποιό λόγο να ζητά να έρθει στην θύρα σου; Ήρθε για να βρει σύμμαχο και βρήκε εχθρό. Ζητούσε αντίδοτο και πέτυχε δηλητήριο.
Αφού δε ο πτωχός λάβει τα δανεικά χρήματα, την πρώτη μέρα είναι λαμπρός και χαρούμενος, και επιχρισμένος με ξένο μέταλλο φανερώνει την αλλαγή της ζωής του. Διότι το τραπέζι είναι γεμάτο, το ένδυμα πολυτελέστερο, οι δούλοι με αλλαγμένη την εμφάνιση προς το λαμπρότερο, κόλακες, συμποσιαστές, αμέτρητοι κηφήνες στα σπίτια.
Όμως και τα χρήματα σιγά-σιγά φεύγουν, και ο χρόνος προχωρεί και αυξάνει συγχρόνως τούς τόκους. Τότε δεν τον αναπαύουν πλέον ούτε οι νύκτες, ούτε η λαμπρή ημέρα, ούτε ο ευχάριστος ήλιος, αλλά δυσανασχετεί για την ζωή, μισεί τις ημέρες, διότι τον οδηγούν προς την προθεσμία, φοβάται τούς μήνες, διότι είναι πατέρες των τόκων. Και όταν ακόμη κοιμάται, βλέπει στον ύπνο του τον δανειστή να στέκει πάνω από το κεφάλι του σαν κακό όνειρο.
«Πίνε ύδατα από των σων αγγείων», δηλαδή, τις δικές σου αφορμές να εξετάζεις, να μη βαδίζεις σε ξένες πηγές, αλλά από τα δικά σου λιβάδια να παρήγορης τον εαυτό σου στην ζωή. Έχεις εργαλεία, ένδυμα, ζώον, σκεύη παντός είδους; Αυτά να αποδώσεις για να ξεχρεώσεις όλα να προτιμήσεις να τα χάσης, εκτός από την ελευθερία σου. Αλλά, λέει, ντρέπομαι να τα βγάλω σε δημοπρασία. Τί, λοιπόν, θα κάνης, όταν ύστερα από λίγο άλλος θα τα μεταφέρει και θα τα ξεγράψει από σένα και μπρός στα μάτια σου θα τα πουλήσει σε φθηνή τιμή; Μην βαδίζεις σε ξένες θύρες. Διότι πραγματικά «φρέαρ στενόν το αλλότριον».
Είναι καλύτερο να παρηγορεί κανείς την ανάγκη του λίγο λίγο με διάφορες επινοήσεις, παρά αφού υψωθεί διά μιας με ξένα, ύστερα να απογυμνωθεί από όλα τα υπάρχοντά του. Εάν, λοιπόν, έχεις για να τα επιστρέψεις, γιατί τότε δεν ικανοποιείς την παρούσα ανάγκη με αυτά πού έχεις; Εάν όμως δεν έχεις πόρους για να πληρώσεις το χρέος σου, θεραπεύεις το κακό με το κακό. Να μην καταδεχτείς να σε πολιορκεί δανειστής. Να μην ανεχτείς να σε αναζητούν και να ψάχνουν τα ίχνη σου σαν κάποιο άλλο θήραμα. Το δάνειο είναι αρχή ψεύδους. Είναι αφορμή αχαριστίας, αγνωμοσύνης, επιορκίας. Άλλα λέει ο δανειζόμενος και άλλα ο δανειστής.
Εάν, λοιπόν, είναι φίλος ο δανειστής, μη βλάψεις την φιλία εάν είναι εχθρός, μην πέσεις στα χέρια τού εχθρού. Αφού χαρείς λίγο με τα ξένα, ύστερα θα χάσης και τα πατρικά. Φτωχός είσαι τώρα, αλλά ελεύθερος. Με το να δανειστείς όχι μόνο δεν γίνεσαι πλούσιος, αλλά χάνεις και την ελευθερία σου. Δούλος τού δανειστή είναι ο δανειζόμενος και μάλιστα δούλος μισθωτός πού φέρνει σε πέρας κατ' ανάγκην την υπηρεσία του.
Διότι το δάνειο δεν σε απαλλάσσει εντελώς, αλλά δίνει μικρή αναβολή στην αμηχανία σου. Ας υποφέρουμε σήμερα τις δυσκολίες της στέρησης και μην τις φορτώσουμε στο αύριο. Εάν δεν δανειστείς θα είσαι το ίδιο φτωχός και σήμερα και στο μέλλον εάν όμως δανειστείς θα βασανίζεσαι σκληρότερα, διότι ο τόκος θα σού αυξήσει την φτώχεια. Και τώρα μεν κανείς δεν σε κατηγορεί πού είσαι φτωχός, διότι το κακό ήρθε χωρίς την θέλησή σου εάν όμως καταστείς υπεύθυνος για τόκους, δεν υπάρχει κανείς πού δεν θα σε κατηγορήσει για την απερισκεψία σου.
Δεν προξενεί καμιά ντροπή η φτώχεια. Γιατί, λοιπόν, να προσθέτουμε στους εαυτούς μας τούς ονειδισμούς εξ αιτίας τού χρέους; Κανείς δεν θεραπεύει τα τραύματα με τραύμα, ούτε γιατρεύει το κακό με το κακό, ούτε επανορθώνει την φτώχεια με τούς τόκους.
Πλούσιος είσαι; Μην δανείζεσαι. Φτωχός είσαι; Μην δανείζεσαι. Διότι, εάν είσαι ευκατάστατος, δεν έχεις ανάγκη από το δάνειο εάν τίποτε δεν έχεις, δεν θα εξοφλήσεις το δάνειο. Μην σκέπτεσαι για την ζωή με υστεροβουλία, μήπως τότε μακαρίσεις τις πριν το δάνειο ημέρες.
Σε ένα πράγμα διαφέρουμε οι φτωχοί από τούς πλούσιους, στην ξεγνοιασιά. Και τούς κοροϊδεύουμε, όταν ξαγρυπνούν, ενώ οι ίδιοι κοιμόμαστε. Και όταν αυτοί πιέζονται πάντοτε από μέριμνες και φροντίδες, εμείς είμαστε αμέριμνοι και ήσυχοι. Διότι εκείνος πού χρωστάει και φτωχός είναι και πολλές φροντίδες έχει άυπνος είναι την νύχτα, άυπνος την ημέρα, πάντοτε σκεπτικός.
Εάν κτυπήσεις την θύρα, ο χρεοφειλέτης κρύβεται κάτω από το κρεβάτι. Μπήκε κάποιος ξαφνικά; Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Γαυγίζει ο σκύλος; Περιλούζεται από τον ιδρώτα και καταλαμβάνεται από αγωνία και κοιτάζει από πού να φύγει. Όταν πλησιάζει η προθεσμία, σκέπτεται τί ψέμα να πει, με ποιά πλαστή πρόφαση να αποφύγει τον δανειστή. Διότι, όπως παρουσιάζεται ο πόνος σε εκείνη πού πρόκειται να γεννήσει, έτσι παρουσιάζεται και η προθεσμία στον χρεοφειλέτη.
Τόκος επάνω στον τόκο είναι πονηρό γέννημα πονηρών γονέων. Αυτά να λες γεννήματα εχιδνών, τα γεννήματα των τόκων.
Ελεύθερος βλέπεις τον ήλιο. Γιατί φθονείς την παρρησία της ζωής σου; Κανένας πυγμάχος δεν αποφεύγει τόσο τα κτυπήματα τού αντιπάλου του όσο ο χρεοφειλέτης τις συναντήσεις τού δανειστή, κρύβοντας την κεφαλή στην σκιά των κιόνων και των τοίχων.
Πώς, λοιπόν, λέγει, θα συντηρηθώ; Έχεις χέρια, έχεις τέχνη, δούλευε επί μισθώ, να διακονείς. Πολλά μπορείς να επινοήσεις στην ζωή, πολλές ευκαιρίες υπάρχουν. Δεν μπορείς να εργαστείς; Ζητιάνευε από εκείνους πού έχουν. Αλλά είναι ντροπή να ζητιανεύεις; Αλλά είναι περισσότερο ντροπή να μην επιστρέφεις το δανεικό. Πάντως αυτά τα λέω χωρίς να έχουν κύρος νόμου, αλλά υποδεικνύω ότι όλα είναι πιο υποφερτά από το δάνειο.
Και όμως δανείζονται όχι εκείνοι πού στερούνται τα αναγκαία (διότι δεν τούς έχουν εμπιστοσύνη), αλλά δανείζονται άνθρωποι, οι οποίοι επιδίδονται σε άσωτες δαπάνες και ανωφελείς πολυτέλειες, οι οποίοι έγιναν δούλοι των γυναικείων απαιτήσεων. Εγώ, λέει, θέλω ένδυμα πολυτελές και χρυσαφικά, τα παιδιά στολισμένα ενδύματα όπως πρέπει σε αυτά, αλλά και οι δούλοι με λαμπρές και ποικίλες στολές, το τραπέζι μας πλούσιο. Αυτός πού υπηρετεί τέτοιες απαιτήσεις της γυναίκας έρχεται στον τραπεζίτη και προτού χρησιμοποιήσει αυτά πού πήρε, αλλάζει τον έναν δεσπότη κατόπιν τού άλλου, και αλλάζοντας πάντοτε τούς δανειστές με την συνέχιση τού κακού αποφεύγει τον έλεγχο της φτώχειας.
Ώ, πόσους κατέστρεψαν τα ξένα αγαθά; Πόσοι αφού πλούτισαν στο όνειρο, απόλαυσαν σε υπερβολικό βαθμό την δυστυχία; Αλλά, λέει, ότι πολλοί πλούτισαν από τα δάνεια. Νομίζω όμως ότι οι περισσότεροι κρεμάσθηκαν. Εσύ βλέπεις μεν εκείνους πού πλούτισαν, δεν μετράς όμως εκείνους πού αυτοκτόνησαν, οι οποίοι, επειδή δεν υπέφεραν την ντροπή να τούς ζητούν τα χρέη, προτίμησαν τον δι' αγχόνης θάνατο από μια ζωή ντροπής.
Εγώ είδα αξιοθρήνητο θέαμα, παιδιά ελεύθερα να σύρονται για να πουληθούν προς εξόφληση των πατρικών χρεών. Δεν έχεις χρήματα για να αφήσεις στα παιδιά σου; Μην τούς αφαιρείς την ευγένεια. Ένα τουλάχιστον κράτησε για αυτούς το κτήμα της ελευθερίας, την παρακαταθήκη πού παρέλαβες από τούς γονείς σου. Κανείς δεν κλήθηκε σε δικαστήριο για την φτώχεια τού πατέρα του χρέος όμως πατρικό οδηγεί σε φυλακή. Μην αφήσεις γραμμάτιο το οποίο ως κατάρα πατρική φτάνει μέχρι τα παιδιά και τα εγγόνια.
Εάν όμως υπακούατε στον Κύριο, ποιά η ανάγκη των λόγων αυτών; Ποιά είναι, λοιπόν, η συμβουλή τού Δεσπότη; «Δανείζετε παρ' ών ουκ ελπίζετε απολαβείν». Και τί δάνειο, λέει, είναι αυτό, με το οποίο δεν συνδέεται η ελπίδα της επιστροφής; Κατανόησε την σημασία τού ρητού και θα θαυμάσεις την φιλανθρωπία τού νομοθέτη. Όταν πρόκειται να δώσεις χρήματα στον φτωχό σύμφωνα με την εντολή τού Κυρίου, αυτό είναι συγχρόνως και δώρο και δάνειο. Δώρο μεν διότι δεν ελπίζεις στην επιστροφή, δάνειο δε διότι η μεγαλοδωρεά τού Δεσπότη θα πληρώσει το χρέος αντί εκείνου αυτός, ενώ έλαβε λίγα διά μέσου τού φτωχού, θα σού αποδώσει πολλά αντί των λίγων. Διότι, «ο ελεών πτωχόν, δανείζει Θεώ». Δεν θέλεις να έχεις για τον εαυτό σου υπόλογο τον Δεσπότη των πάντων για την εξόφληση; Ή γιατί, εάν κάποιος από τούς πλούσιους της πόλης σού εγγυηθεί την εξόφληση για άλλους, δέχεσαι την εγγύησή του; Τον Θεό όμως, πού πληρώνει με το παραπάνω για τούς φτωχούς, δεν τον δέχεσαι εγγυητή.
Δώσε το χρήμα σου πού κάθεται άχρηστο, χωρίς να το επιβαρύνεις με τούς τόκους και θα είναι ωφέλιμο και για τούς δύο.
_________________________________________________________________________
(Εκδ. Μερετάκη, Επιμέλεια Παναγ. Χρήστου, Μετάφραση ... Ψευτογκά, μεταφορά Ρ.Κ.)
_______________________________________________________
.
_______________________________________________________
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΥ ΔΙΑΔΙΔΕΤΕ ΤΟ «ΝΕΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΑ»
_______________________________________________________
Παρόλο που δεν δημοσιεύουμε σχόλια, διαβάζουμε ευχαρίστως όσα μας στέλνονται και τα λαβαίνουμε υπόψη μας.
_______________________________________________________
.