17.7.13

«Και παπάς έγινες, Κώστα; Έτσι το ’φερε η κατάρα»...



«Και παπάς έγινες, Κώστα; 
Έτσι το ’φερε η κατάρα»...



ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ
ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ
ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 
Ο Παπα-Παρθένης, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, ήξερε περισσότερα πράματα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη βασιλεία των Ουρανών. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε και να πολυξετάζει τα μυστήρια του Θεού. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος», έλεγε συχνά, όταν τον ενοχλούσαν οι πιστοί. Έπειτα ήτανε και άνθρωπος ψυχοπονιάρης, ήξερε πως οι νόμοι της Χριστιανοσύνης ήτανε σκληροί και όταν διάβαζε το «Πη­δάλιο», τον πονούσε η ψυχή του. «Βαριά η καλογερική», έλεγε κάποτε στους δικούς του, «μα κι ο λαϊκός, βρε παιδιά, σα θέλει να ζήσει με το Νόμο του Θεού, πρέπει να τυραννισθεί σ’ αυτόν τον κόσμο». Ποιος είν’ αυτός που ζει σήμερα με το Νόμο του Θεού; Κανένας. Όλοι μας, για «το πυρ το εξώτερον» είμαστε παπάδες και λαϊκοί, όλοι πέρα πέρα. 
Έτσι του είχε περάσει η ιδέα πως η σωτηρία του ανθρώπου ήτανε αδύνατη. Μα γι’ αυτό ίσα ίσα δεν του βαστούσε η καρδιά του να κακοκαρδίζει τους Χριστιανούς. Όταν έβλεπε τις γριούλες και τους γέρους στην εκκλησιά, από τον όρθρο, να σέρνουν τ’ αδύνατα κορμιά τους, να σπάζουν τα γέρικα γόνατά τους στις μετάνοιες, να λιώνουν στα πόδια για την αγάπη του Θεού και συλλογιζότανε, πως μ’ όλες τις κακοπάθειες, μ’ όλες τις νηστείες, μ’ όλα τα βάσανα, πάλι δε φύλαγαν τον νόμο του Θεού, όπως θέλουν τα Βιβλία, πάλι δύσκολα θα ’βρισκαν έλεος στη φοβερή ημέρα της Κρίσεως και οστά».

Μπορεί άνθρωπος να ζήσει και να μη καταλαλήσει, να μη ζηλέψει, να μην αδικήσει τον πλησίον του, χωρίς να το θέλει καμιά φορά, να μη προδώσει, να μη βαρυγκωμήσει για την τύχη του, να μην «επιθυμήσει το πονηρόν» καμιά φορά σαν άνθρωπος, και μ’ όλα του τα γεράματα;

Φοβερές αμαρ­τίες, συνέργειες του Σατανά, έργα του Πονηρού είναι όλη μας η ζωή. Τι να σου κάνουν οι νηστείες; «Ου τα εισερχόμενα, αλλά τα εξερχόμενα», λέει το χαρτί. Τι να σου κάνουν οι προσ­ευχές; «Ουχί ο κράζων μοι: Κύριε! Κύριε! εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών», είπε ο Χριστός. Ο φτωχός ζηλοφθονεί το ξένο καλό. Πώς θέλεις να κρατήσει τον Δεκάλογο; Ουκ επιθυμήσεις...» Ο πλούσιος είναι πλούσιος. «Ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διελθείν δια τριμαλιάς βελόνης ή πλούσιον εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών». 
Όσο για τους νέους, αλλοίμονο και τρις αλλοίμονο! Ο Σατανάς τους έχει δεμένους χειροπόδαρα. «Σκεύη του Σατανά». Ασωτείες, παραλυσίες, μοι­χείες, όλα τα κάνουν. Ύστερα έρχονται κι ανάβουν ένα κερί στην εκκλησιά. Καλύτερα να μην τ’ άναβαν κι αυτό. Κι αυτός ακόμα — μήπως ήθελε να κρυφθεί; — ήτανε άξιος να φέρνει το σχήμα;... 
        — Ήμουνα άξιος εγώ να παρουσιάζομαι στο Θυσιαστήριο του Θεού; Ας όψονται αυτοί που με παρακίνησαν, έλεγε στους δικούς του, στην παπαδιά, σε κάτι ανιψίδια του. Τι να κάνεις; «Και παπάς έγινες, Κώστα; Έτσι το ’φερε η κατάρα». Να τρώμε τις προσφορές των χριστιανών και να ντροπιάζομε την ιεροσύνη. 
        — Πες μου τον καλύτερο! του είπε μια μέρα η παπαδιά. Όλο τον κατακλυσμό φέρνεις... 
        — Αυτά είναι τα σωστά, παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης. Σα θέλομε να γελούμε τον εαυτό μας αλλάζει το πράμα. 
        Η παπαδιά δεν πολυχώνευε αυτές τις κουβέντες. Εκείνο που την έσκαζε ήτανε πως ο παπάς με τον κόσμο όλα τα ’βρισκε μέλι γάλα, μονάχα στο σπίτι του έφερνε τον κατακλυσμό. 
        — Σαν είναι σωστά, του είπε με θυμό, να τα λες στους Χριστιανούς. Να τους ανοίξεις τα μάτια. Να τους βάλεις «κάνονα». Ποιος ήλθε να ξαγορευθεί σε σένα και δεν τον άφησες να κοινωνήσει; Το ’χει να το κάμει ο κόσμος. Άνθρωποι που δεν κοινώνησαν εδώ και δεκαπέντε χρόνια, περίμεναν να γίνεις παπάς εσύ για να κοινωνήσουν. Βαφτίζεις και μυρώνεις. Φόρα το πετραχήλι, την ευχή κι έχει ο Θεός. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες απ’ το κελί σου περνούνε. Ο κόσμος σου ψάλλει όσα σέρνει η σκούπα. Σύρε να τ’ ακούσεις! 
        — Έχει και το δίκιο της η παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρ­θένης στο ανιψίδι του, ένα ορφανό της αδελφής του, που το ’χε συμμαζέψει στο σπίτι του. Έχει και το δίκιο της. Μα τι να κάνεις, βρε παιδί; Τον πονεί τον κόσμο η καρδιά μου. Δεν μπορώ να κακοκαρδίσω άνθρωπο. Όλοι αμαρτωλοί είμαστε. Ο Θεός είναι μεγάλος. Κανένα δε θ’ αφήσει να χαθεί. Παιδιά του είμαστε όλοι. Μα πρέπει να λέμε και το σωστό, εδώ αναμε­ταξύ μας, που είμαστε, την αλήθεια του Θεού πρέπει να τη λέμε. Κι ας θυμώνει η παπαδιά...
(Από το διαδίκτυο
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/Nirvanas-Sinaksari.htm)
=
Πόσο αληθινά τα λόγια του Νιρβάνα...
Μα πού είναι οι ευαίσθητες συνειδήσεις σαν του παπούλη που ιστόρησε;
Μάλλον οι παπαδιές κάνουν κουμάντο στα κοινωνικά ενώ οι παπάδες υποχρεώνονται να προσκυνούν τους δεσποτάδες τους και να φροντίζουν για να μην λείψουν οι συνεισφορές των πιστών "για καλά στερνά και καλή ψυχή"...

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΥ ΔΙΑΔΙΔΕΤΕ ΤΟ

"ΝΕΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΑ" 

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

« Τ Υ Χ Ι Κ Ο Σ »

 Αν και δεν δημοσιεύουμε σχόλια,
λαβαίνουμε υπόψη μας
 ό,τι και αν μας στείλετε στη διεύθυνση:

neakaipalaia@gmail.com