Ο γραμματέας του Ποντιφικού Συμβουλίου για τη
Δικαιοσύνη και την Ειρήνη κάλεσε τα μέλη του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη
Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), να δράσουν μπροστά στο αυξανόμενο κύμα
μισαλλοδοξίας και διακρίσεων κατά των χριστιανών στην Ευρώπη.
Ο Επίσκοπος Mario Toso μίλησε στον ΟΑΣΕ την Τρίτη 21
Μαΐου κατά τη Διάσκεψη για την ανεκτικότητα και την καταπολέμηση των
διακρίσεων, που πραγματοποιήθηκε στα Τίρανα, Ο Ιταλός ιεράρχης μίλησε στη
δεύτερη σύνοδο της ολομέλειας που ασχολήθηκε με την καταπολέμηση της
μισαλλοδοξίας κατά των Χριστιανών και των μελών άλλων θρησκειών.
Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα της ομιλίας του επισκόπου για ένα φαινόμενο που γίνεται όλο και πιο έντονο:
Κατά την τελευταία συνάντηση
κορυφής σχετικά με την ανεκτικότητα και την καταπολέμηση των διακρίσεων, η
οποία πραγματοποιήθηκε πριν από τρία χρόνια στην Αστάνα, τα συμμετέχοντα κράτη
είχαν δεσμευτεί, μεταξύ άλλων, για την καταπολέμηση των προκαταλήψεων, των
διακρίσεων, της μισαλλοδοξίας και της βίας κατά Χριστιανών και των
μελών άλλων θρησκειών, συμπεριλαμβανομένων
των μειονοτικών θρησκειών, οι οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν στην
περιοχή του ΟΑΣΕ. Είχαν επίσης κληθεί να αντιμετωπίσουν την άρνηση των
δικαιωμάτων, τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση των Χριστιανών και των
μελών άλλων θρησκειών στις κοινωνίες μας. Δυστυχώς, τα περιστατικά μισαλλοδοξίας
και διακρίσεων σε βάρος των Χριστιανών δεν έχουν μειωθεί, αλλά αντιθέτως αυξήθηκαν
οε διάφορα μέρη των περιοχών του ΟΑΣΕ, παρά την σειρά συναντήσεων και συνεδριών
για το θέμα που διοργάνωσαν και ο ΟΑΣΕ και το Γραφείο Δημοκρατικών θεσμών και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Κύριε Πρόεδρε, φέτος γιορτάζουμε τα 1700 χρόνια από το Διάταγμα των
Μεδιολάνων, που εκδόθηκε το 313 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ένα από τα πιο σημαντικά έγγραφα στην
ιστορία, που σχετίζεται με την ελευθερία της θρησκείας. Με το διάταγμα αυτό οι
διώξεις κατά των Χριστιανών σταμάτησαν, ο Χριστιανισμός νομιμοποιήθηκε και η
θρησκευτική ελευθερία χορηγήθηκε και εγγυήθηκε για όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Είναι
λυπηρό, ως εκ τούτου, να παρατηρείται σε όλη την περιοχή του ΟΑΣΕ μία λεπτή διαχωριστική
γραμμή που έχει δημιουργηθεί μεταξύ της θρησκευτικής πίστης και της
θρησκευτικής πρακτικής, έτσι ώστε συχνά να υπενθυμίζεται στους Χριστιανούς στο
δημόσιο διάλογο (και όλο και περισσότερο ακόμη και στα δικαστήρια), ότι μπορούν
να πιστεύουν ό,τι θέλουν στα σπίτια τους, και να θρησκεύονται όπως επιθυμούν
στις δικές τους ιδιωτικές εκκλησίες, αλλά δεν μπορούν να διακηρύττουν αυτές τις
πεποιθήσεις δημόσια. Αυτό αποτελεί σκόπιμη αλλοίωση και περιορισμό της
πραγματικής σημασίας της θρησκευτικής ελευθερίας, με αποτέλεσμα να μην είναι εκείνη
η ελευθερία που κατοχυρώνεται με διεθνή έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων και
εκείνων του ΟΑΣΕ, αρχίζοντας από την "Τελική Πράξη του Ελσίνκι" το
1975, συνεχίζοντας μέσα από το
Καταληκτικό Κείμενο της Βιέννης (1989) και το Κείμενο
της Κοπεγχάγης
(1990), συμπεριλαμβανομένης και της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής του ΟΑΣΕ στην
Αστάνα του Καζακστάν το 2010. Υπάρχουν πολλοί τομείς όπου η μισαλλοδοξία κατά
των Χριστιανών είναι ολοφάνερη, αλλά δύο ξεχωρίζουν ως ιδιαίτερα σημαντικοί
προς το παρόν.
Ο
πρώτος είναι η έλλειψη ανεκτικότητας απέναντι στον χριστιανικό λόγο. Τα
τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντική αύξηση περιστατικών που αφορούν Χριστιανούς
που έχουν συλληφθεί και διώκονται ακόμη, γιατί μιλούσαν για χριστιανικά θέματα.
Θρησκευτικοί ηγέτες απειλούνται με παρέμβαση της αστυνομίας μετά από κήρυγμα τους
σχετικά με την αμαρτωλή συμπεριφορά και μερικοί ακόμα και καταδικάστηκαν σε
φυλάκιση για κήρυγμα σχετικά με τη βιβλική διδασκαλία της σεξουαλικής
ανηθικότητας. Ακόμη και ιδιωτικές συνομιλίες μεταξύ πολιτών, συμπεριλαμβανομένης
και της έκφρασης απόψεων στα κοινωνικά
δίκτυα, μπορεί να αποτελέσουν την αιτιολογία μιας μήνυσης, ή, το λιγότερο μισαλλοδοξίας,
σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Ο δεύτερος τομέας όπου η
μισαλλοδοξία κατά των Χριστιανών είναι ορατή αφορά τη χριστιανική συνείδηση,
ιδιαίτερα στο χώρο εργασίας. Σε όλη την Ευρώπη υπήρξαν πολλές περιπτώσεις Χριστιανών που απομακρύνθηκαν από το χώρο
εργασίας τους μόνο και μόνο επειδή ζήτησαν να ενεργήσουν σύμφωνα με τη συνείδηση
τους. Μερικές από αυτές τις περιπτώσεις είναι γνωστές, δεδομένου ότι έφθασαν
ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι
αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, μετά από πολύχρονους αγώνες για την ελευθερία της
συνείδησης, μερικοί πολίτες της περιοχής του ΟΑΣΕ, τον 21ο αιώνα, αναγκάζονται
τώρα να επιλέξουν μεταξύ δύο αδύνατων σεναρίων: μπορούν να εγκαταλείψουν την
πίστη τους και να ενεργούν ενάντια στη συνείδηση τους, ή να αντισταθούν και να αντιμετωπίσουν ακόμα και την απώλεια της δουλειάς τους. Τα κράτη που μετέχουν
στον ΟΑΣΕ πρέπει ως εκ τούτου να εγγυηθούν ότι η μισαλλοδοξία και οι διακρίσεις
σε βάρος των Χριστιανών έχουν τελειώσει, ώστε οι Χριστιανοί να μιλούν ελεύθερα
για θέματα που η κυβέρνηση ή κάποιοι άλλοι μπορεί να βρουν δυσάρεστα, και να
ενεργούν σύμφωνα με την συνείδηση τους στον χώρο εργασίας τους και αλλού.
Οι
διακρίσεις σε βάρος των Χριστιανών -ακόμη και αν αυτοί είναι πλειοψηφία- θα
πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια σοβαρή απειλή για το σύνολο της κοινωνίας
-και ως εκ τούτου θα πρέπει να αντιμετωπισθούν, όπως γίνεται, και δικαίως, στις
περιπτώσεις του αντισημιτισμού και της ισλαμοφοβιας. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει
ακόμα να δοθεί στους εκτεταμένους βανδαλισμούς με στόχους εκκλησίες και
χριστιανικά νεκροταφεία. Υπάρχουν αναφορές για προσβλητικά ή σκωπτικά γκράφιτι,
σπασμένα παράθυρα, ολοσχερείς καταστροφές από εμπρησμούς, βεβηλώσεις ή
καταστροφές σε χώρους προσευχής και λατρείας, κατεστραμμένες ή σπασμένες επιτύμβιες
στήλες, κυρίως επιτύμβιοι Σταυροί, σε όλη την περιοχή του ΟΑΣΕ. Όλες αυτές οι
ενέργειες δεν είναι μόνο αβλαβή επεισόδια που διαπράχθηκαν από ανεύθυνους εφήβους
ή διανοητικά διαταραγμένα πρόσωπα, όπως συχνά υποστηρίζεται, αλλά αποτέλεσμα
ενός προμελετημένου σχεδίου, και θα πρέπει συνεπώς να αντιμετωπίζεται ως σαφές
μήνυμα μίσους, εγκληματικού μίσους κατά των χριστιανών, οι οποίοι ταυτίζονται
με τα σύμβολα της πίστης τους.
Η
έλλειψη ανεκτικότητας στο όνομα της "ανεκτικότητας" πρέπει να
κατονομαστεί γι' αυτό που είναι και να καταδικαστεί δημοσίως. Η άρνηση στο
θρησκευτικό ηθικό επιχείρημα χώρου στην δημόσια συζήτηση είναι μη ανεκτικό και
αντιδημοκρατικό. Ή για να το θέσω αλλιώς, όπου μπορεί να υπάρξει μια σύγκρουση
δικαιωμάτων, η θρησκευτική ελευθερία δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται κατώτερη. Από
την άλλη πλευρά, το θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας δεν μπορεί και δεν θα
πρέπει να ενσωματωθεί με αυτό της ανεκτικότητας. Εάν, στην πραγματικότητα, αυτή
ήταν η υπέρτατη ανθρώπινη και πολιτική αξία, τότε οποιαδήποτε αυθεντικά
ειλικρινής πεποίθηση, που αποκλείει το άλλο, θα ισοδυναμούσε με μισαλλοδοξία.