28.6.11

αγαπητέ αστυνομικέ!...



                                                          

Σε λέω αγαπητό, παρότι…

Όταν έδινα εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, με είχες φιλοδωρήσει με ένα φάκελο ικανό να φράξει το δρόμο τα ζωής μου.

Και φοιτητή στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου με μια παρέα συναδέλφων σου μας είχατε δείρει, όσο τραβούσε η όρεξή σας, γιατί φωνάζαμε για το δίκιο.

Σε λέω, λοιπόν, αγαπητό, γιατί μεγαλώσαμε μαζί. Γιατί φάγαμε μαζί το ψωμί της φτώχειας. Δουλεύοντας είκοσι ώρες το 24ωρο, για να καλοτρώει το τεμπελχανείο των πάσης φύσεως παρασίτων.

Πρέπει όμως να σου εξομολογηθώ ότι για ένα χρονικό διάστημα σε μισούσα.

Γιατί σε έβλεπα να κακομεταχειρίζεσαι τ’ αδέλφια μας: Τους αγρότες, τους εργάτες, τη φτωχολογιά. Με τα ροζιασμένα χέρια και τα πονεμένα πρόσωπα. Τη στιγμή, που φωνάζουν για το δίκιο τους. Που μονίμως καταπατούν τα παχύδερμα του κατεστημένου.

Σε μισούσα. Γιατί σε έβλεπα σαν τους γενίτσαρους. Που οι Τούρκοι τους άλλαζαν την πίστη, τη συνείδηση και την καρδιά. Και τα έκαναν τους φοβερότερους εχθρούς εκείνων, που τα γέννησαν. Για ν’ απολαμβάνουν ανενόχλητοι τα πλούτη, που άρπαζαν απ’ τους σκλαβωμένους λαούς. Όπως σήμερα απ’ τον ελληνικό λαό οι βδέλλες της ολιγαρχίας.

Μετά όμως έπαψα να σε μισώ. Γιατί κατάλαβα πως δεν είσαι ο θύτης αλλά το θύμα.

Αφού τ’ αφεντικά σε μεταχειρίζονται, όπως θέλουν, αλλά δεν σε πληρώνουν ανάλογα με τις ανάγκες σου. Και την επικίνδυνη, συνήθως, εργασία, που κάνεις.

Κι ακόμη, γιατί είσαι παγιδευμένος. Αφού έχουν ριζώσει μέσα στη συνείδησή σου την απατηλή πεποίθηση ότι είσαι ο εκπρόσωπος και ο εφαρμοστής του νόμου. Κι εσύ νιώθεις, ίσως, περήφανος γι’ αυτό.

Αναλογίστηκες όμως ποτέ τι, σε μεγάλο βαθμό, αντιπροσωπεύει ο νόμος;

Έπρεπε ν’ αντιπροσωπεύει τη δικαιοσύνη. Αυτή την όμορφη ιδέα και ορμή, που φύτεψε ο Θεός μες στις καρδιές μας. Για να καταλαβαίνουμε ότι οφείλουμε να απολαμβάνουμε όλοι τ’ αγαθά, που μας έδωσε ο Θεός.


Αλλά πλάι στη δικαιοσύνη φύτεψε και ο διάβολος τα δηλητηριώδη αγκάθια της αδικίας. Σύμφωνα με την οποία τ’ αγαθά πρέπει να τα ’χουν οι λίγοι. Για να μπορούν να καταδυναστεύουν το κοπάδι των πολλών.


Και αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα αντιπροσωπεύει ο νόμος στην κοινωνική του διάσταση: Τα ληστρικά πλούτη των ελαχίστων και τη φτώχεια και τη δυστυχία των περισσοτέρων.

Ξημεροβραδιάζεσαι σε ατέλειωτες βάρδιες. Κουράζεσαι και διακινδυνεύεις. Για να εξιχνιάσεις κάποια εγκλήματα. Ή να συλλάβεις κάποιους ληστές ή διαρρήκτες.


Αναλογίστηκες όμως ποτέ πως οι μεγαλύτεροι κλέφτες και διαρρήκτες μπορεί να είναι αυτοί, που προστατεύει ο νόμος κι εσύ; Και που τόσο χειρότεροι μπορεί να είναι, όσο μεγαλύτερη κουστωδία αστυνομικών χρειάζονται. Κι ακόμη χειρότεροι μπορεί να είναι αυτοί, που κάνουν τους νόμους. Αφού οι νόμοι είναι «κατ’ εικόνα και ομοίωση δική τους. Δηλαδή σαρξ εκ της σαρκός της αδικίας.


Και γι’ αυτό ακριβώς δεν θα πρέπει να αισθάνεσαι καθόλου περήφανος.

Και σκέφτεσαι πόσο αστείο και συνάμα θλιβερό είναι να καταδιώκεις τους ψιλικατζήδες της εγκληματικότητας και να προστατεύεις τους χοντρέμπορους και επιχειρηματίες της κακουργίας!


Να δέρνεις τους μικροαπατεώνες. Κι από το άλλο μέρος να στέκεσαι προσοχή και να υποκλίνεσαι και να είσαι έτοιμος να δώσεις ακόμη και τη ζωή σου για την τιμή και το συμφέρον και την υπόληψη των μεγαλοαπατεώνων!…

Και το ακόμη χειρότερο, να χτυπάς απάνθρωπα τα’ αδέρφια σου και τους γονείς σου. Που φωνάζουν για το δίκιο τους. Που το καταπατούν οι εχθροί εκείνων και του εαυτού σου. Στο όνομα της αδικίας. Επιτήδεια τυλιγμένης με το χρυσόχαρτο της νομιμότητας. Για να εξαπατούν και να φοβίζουν εσένα και το λαό.

Και το πάντων φοβερότερο: . Να χτυπάς και δηλητηριάζεις με τα’ ασφυξιογόνα τους συμπολίτες σου. Επειδή διαμαρτύρονται-όπως τώρα- για την εφιαλτική προδοσία και το ξεπούλημα της πατρίδας. Που ήρωες και μάρτυρες πότισαν με το αίμα τους και λευτέρωσαν με τη θυσία της ζωής τους!

Αλλά ως πότε οι άνθρωποι του λαού θα χτυπιόμαστε και θα σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Όχι απλά «για τα’ αφέντη το φαΐ», όπως λέει ο Βάρναλης. Αλλά, για να πλουτίζουν και να ασωτεύουν οι ντόπιοι κοπρίτες και οι διεθνείς μεγαλοαπατεώνες. Και να καγχάζουν σε βάρος μας!

Σε λέω, λοιπόν, αγαπητό, γιατί κατάλαβα.

Εύχομαι ολόψυχα κι εσύ να καταλάβεις. Και να βοηθήσεις. Για ν’ απαλλάξουμε το νόμο απ’ την αδικία και την πατρίδα μας απ’ την έσχατη προδοσία και την ανελέητη και καλπάζουσα, τώρα, λεηλασία.

Για να νιώθεις κι εσύ δίκαια περήφανος. 
Αλλά και αξιαγάπητος απ’ όλους τους τίμιους και πατριώτες Έλληνες!

Παπα-Ηλίας

ΠΗΓΗ: http://papailiasyfantis.wordpress.com
 Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις
 (Αλεξάνδρειας και Κωνσταντινούπολης)


Στις 27 Ιουνίου ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος χοροστάτησε σε Λειτουργία στη μνήμη του Κυρίλλου Γ’ Λούκαρι, Πατριάρχη Αλεξανδρείας (1601-1620) και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη.

Ο Κύριλλος Λούκαρις, γεννήθηκε στον Χάνδακα (Ηράκλειο) Κρήτης το 1572, έγινε μοναχός στη Μονή Αγκαράθου και σπούδασε στη Βενετία και την Πάδοβα. 

Σε ηλικία 30 ετών έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας με σημαντική διαδρομή κατά της προσηλυτιστικής δράσης των Ιησουιτών στην Ανατολή.

Το 1620 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης με την περιγραφή  «επ’ αρετήν και σοφίαν διαβόητον Κύριλλον»

Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» έγραψε: «Ουδέποτε ίσως το αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη ανεδείχθη λαμπρότερο ή επί Κυρίλλου του Λουκάρεως επί δώδεκα περίπου έτη εκ διαλειμμάτων πατριαρχήσαντος»

Το 1627 αγόρασε τυπογραφείο, όπου με στόχο το φωτισμό του Γένους εκδόθηκαν χρήσιμα διδακτικά κείμενα.

Αντίθετα από πολλούς σημερινούς ιεράρχες, ο Λούκαρις κήρυττε στη δημοτική. Επίσης ενθάρρυνε τη μετάφραση της Αγίας Γραφής και ο ίδιος προλόγισε τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης από το Μάξιμο Καλλιπολίτη στη λαϊκή γλώσσα, τονίζοντας τη σημασία της μετάφρασης των Ευαγγελίων για το φωτισμό του ποιμνίου.

Ήταν επόμενο τέτοιος άνθρωπος να μισηθεί από εχθρούς και "φίλους" γι' αυτό και ο Λούκαρις καθαιρέθηκε πέντε φορές από το Οικουμενικό Θρόνο και επανήλθε.

Το 1637 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στο φρούριο της Λαιμοκοπίας, όπου στραγγαλίστηκε στις 27 Ιουνίου 1638. 

Τέσσερις αιώνες μετά, ο Πατριάρχης κ. Θεόδωρος Β’, προέβη στην αγιοκατάταξη του Προκατόχου Του.








Μακάρι κάποιοι σημερινοί να μιμηθούν 
τον Κύριλλο Λούκαρι στα καλά του έργα.