Ο απόστολος
Πέτρος ουδέν «πρωτείον» διοικήσεως ή εξουσίας επί των λοιπών αποστόλων και της όλης
Εκκλησίας έλαβε παρά του Κυρίου (κατά την σύμφωνον περί της αληθούς εννοίας των
γραφικών χωρίων γνώμην των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας), ώστε να δύναται να
μεταδώση τοιαύτην εξουσίαν εις οιονδήποτε πνευματικόν διάδοχόν του (καίτοι οι απόστολοι
δεν είχον προσωπικούς πνευματικούς διαδόχους, ως ιδρυταί πολλών Εκκλησιών). Εν τη
συνοδική διοικήσει της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, ην απετέλεσαν ισοτίμως
οι δώδεκα απόστολοι (μετά την συνοδικήν και πάλιν εκλογήν του Ματθίου) είχε μεν
ο απ. Πέτρος τιμητικήν τινά διάκρισιν, εισηγούμενος τα υπό συζήτησιν θέματα ή ομιλών
πρώτος, δεν είχεν όμως ούτε την ηγεσίαν της διοικήσεως, ούτε την τιμητικήν αυτής
απλώς προεδρίαν, διότι και ταύτην κατείχεν ο απόστολος 'Ιάκωβος. Θα παραθέσωμεν
δε τώρα συνοπτικώς τας σαφείς ωσαύτως μαρτυρίας της Γραφής, αλλά και της ιστορίας,
εξ ων πλήρως, και καθ’ ημάς, αποδεικνύεται ότι ο απόστολος Πέτρος ούτε ιδρυτής υπήρξε
της Εκκλησίας της Ρώμης, ούτε εν τη πόλει ταύτη εμαρτύρησε· ούτε καν μετέβη εις
αυτήν.
Μεταξύ των
μαρτυριών τούτων, αι πλείσται των οποίων εκτενέστερον αναπτύσσονται εν τη
περισπουδάστω ιστορική μελέτη του αγίου Νεκταρίου, σελ. 12-40[1], θα προτάξωμεν
και ημείς την Α΄ καθολ. επιστολήν του αποστόλου Πέτρου «προς τους εκλεκτούς
παρεπιδήμους διασποράς Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ασίας, και Βιθυνίας...»,
γραφείσαν περί το 62 μ.Χ.. Εν τη επιστολή ταύτη, καίτοι είναι καθολική, αποσιωπάται
το όνομα της Ρώμης, ή διότι εγράφη αύτη εκ Ρώμης, ή διότι μέχρι της γραφής της δεν
εδίδαξεν ούτος εν αυτή. Η πρώτη όμως εκδοχή αποκλείεται εξ αυτής της επιστολής,
εφόσον αναφέρεται ρητώς εν αυτή ότι εγράφη εν Βαβυλώνι, πρόκειται δε προφανώς
περί της εν Αιγύπτω Βαβυλώνος (εφόσον κατά τας σαφείς μαρτυρίας της Ιστορίας αποκλείεται
η αρχαία) προς νότον της 'Ηλιουπόλεως, ένθα υπήρχε και μεγάλη Ιουδαϊκή κοινότης
και ναός Ιουδαϊκός, εν ω και ο τάφος του προφήτου Ιερεμίου σωζόμενος. Και τούτο
ενισχύεται και εκ της αξιώσεως των εν Αιγύπτω Χριστιανών ότι ιδρυτής της Εκκλησίας
Αλεξανδρείας είναι ο απ. Πέτρος, όστις ενεπιστεύθη την Εκκλησίαν τω ακολούθω
του Ευαγγελιστή Μάρκω. Συνάγεται όθεν εκ τούτων ότι μέχρι της συγγραφής της Α΄
καθολ. επιστολής του, ήτοι μέχρι του 62 περίπου μ.Χ., ο απόστολος Πέτρος δεν είχε
μεταβή εις Ρώμην[2].
Ότι δε και
μετά την συγγραφήν της πρώτης επιστολής του δεν μετέβη ο απόστολος Πέτρος εις
Ρώμην μαρτυρεί η δευτέρα καθολική επιστολή του, εφόσον μάλιστα αύτη εγράφη
προφανώς διά τους εξ εθνών χριστιανούς, ενώ η πρώτη εγράφη διά τους εξ Εβραίων.
Διότι και εν αυτή ουδόλως αναφέρεται το όνομα της Ρώμης. Και τέλος, ότι και
περί τα τέλη του βίου του δεν μετέβη ο απόστολος Πέτρος εις Ρώμην, βεβαιούται εκ
της Β΄ προς Τιμόθεον επιστολής του αποστόλου Παύλου, εν ή ρητώς ούτος γράφει:
(Δ΄ 16-17) «...εν τη πρώτη μου απολογία ουδείς μοι συμπαρεγένετο, αλλά πάντες με
εγκατέλιπον· ο δε Κύριος μοι παρέστη και ενεδυνάμωσέ με, ίνα δι' εμού το
κήρυγμα πληροφορηθή και ακούση πάντα τα έθνη». Εκ της επιστολής ταύτης του αποστόλου
Παύλου, γραφείσης περί τα τέλη του βίου του, βεβαιούται σαφώς, ότι κατά την
συγγραφήν της ο απόστολος Πέτρος δεν ήτο εν Ρώμη, άλλως ο απόστολος Παύλος θα εμνημόνευεν
αυτού αναγκαίως. Αποδεικνύεται όμως προσέτι, ότι και προ της συγγραφής της επιστολής
ταύτης ουδόλως είχε μεταβή ο απόστολος Πέτρος εις Ρώμην, διότι δεν ήτο δυνατόν να
γράψη ο απόστολος Παύλος, ότι «και εν Ρώμη δι' αυτού επληροφορήθησαν και ήκουσαν
το κήρυγμα τα έθνη», εάν προηγουμένως ο απόστολος Πέτρος είχε διδάξει εκεί.
Όταν εις τας
μαρτυρίας ταύτας της Γραφής προστεθώσι τα εν ταις Πράξεσι (ΚΗ΄ 14-31) αναφερόμενα
περί της πρώτης εις Ρώμην μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου, άτινα αναπτύσσομεν εν
τη συνεχεία, εν συνδυασμώ προς την προς Ρωμ. επιστολήν του, συνάγεται το αναμφισβήτητον
συμπέρασμα ότι προ της εις Ρώμην μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου, αλλά και προ της
συγγραφής της Β΄ προς Τιμόθ. επιστολής του, ο απόστολος Πέτρος δεν μετέβη εις
Ρώμην. Αποκλείεται όμως ωσαύτως το ενδεχόμενον της εκεί μεταβάσεώς του και μετά
την συγγραφήν της επιστολής ταύτης, γραφείσης, ως προείπομεν, εν Ρώμη ολίγον
χρόνον προ του θανάτου του αποστόλου Παύλου[3], διότι και λόγος πλέον δεν υπήρχεν,
εφόσον η Εκκλησία της Ρώμης, ιδρυθείσα υπό του αποστόλου Παύλου, ηρίθμει ήδη πλήθος
μαρτύρων, αλλά και χρόνος ομοίως, λόγω του ότι μετ' ολίγον εκινήθη ο επί Νέρωνος
μέγας διωγμός, καθ' όν πιθανώς εμαρτύρησαν αμφότεροι οι απόστολοι, ουχί όμως εν
Ρώμη. Διότι και περί τούτου ουδεμία σοβαρά ιστορική μαρτυρία υπάρχει. Πάσαι αι
σχετικαί τοιαύται, ως θα αποδειχθή εν τοις επομένοις, εστηρίχθησαν καλή τη
πίστει επί της αρχαίας παραδόσεως, αύτη όμως εβασίσθη επί αποκρύφων βιβλίων και
αναληθών πηγών. Πλην τούτου, αναμφισβήτητοι ιστορικαί μαρτυρίαι βεβαιούσι τα εναντία.
Μεταξύ δε των μαρτυριών τούτων η του αγίου Κλήμεντος Ρώμης (88-97 μ.Χ.) έχει ως
εξής:
«...Αλλ' ίνα
των αρχαίων υποδειγμάτων παυσώμεθα, έλθωμεν επί τους έγγιστα γενομένους αθλητάς.
Λάβωμεν της γενεάς ημών τα γενναία υποδείγματα. Διά ζήλον και φθόνον οι
μέγιστοι και δικαιότατοι στύλοι[4] εδιώχθησαν και έως θανάτου ήλθον. Λάβωμεν προ
οφθαλμών ημών τους πρώτους αποστόλους. Πέτρος διά ζήλον άδικον ουχ ένα ουδέ
δύο, αλλά πλείονας υπήνεγκε πόνους και ούτω μαρτυρήσας επορεύθη εις τον οφειλόμενον
τόπον δόξης. Διά ζήλον και ο Παύλος υπομονής βραβείον υπέσχε, επτά δεσμά
φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς. Κήρυξ γενόμενος εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει,
το γενναίον της πίστεως κλέος έλαβε δικαιοσύνην διδάξας όλον τον Κόσμον και επί
το τέρμα της Δύσεως ελθών και μαρτυρήσας επί των ηγουμένων, ούτως απηλλάγη του Κόσμου».
Εκ των λόγων
τούτων του αγίου πατρός συνάγεται το βέβαιον συμπέρασμα ότι αμφότεροι οι κορυφαίοι
δεν απέθανον εν Ρώμη, άλλως ούτος θα εποιείτο τούτου μνείαν ότι δεν απέθανον ωσαύτως
διά την κατηγορίαν του εμπρησμού της Ρώμης..., αλλ' ένεκα ζήλου και φθόνου· και
τέλος, ότι μόνον ο απόστολος Παύλος εγένετο κήρυξ εν τη Δύσει, «επί το τέρμα της
Δύσεως ελθών». Βεβαιούται δηλ. προσέτι ότι ο απόστολος Παύλος μετέβη και εις Ισπανίαν
(ήτις αποτελεί το τέρμα της Δύσεως), ως έγραφε εν τη προς Ρωμ. επιστολήν (ΙΕ΄
23-24): «... επιποθίαν δε έχων ελθείν προς υμάς από πολλών ετών, ως εάν
πορεύομαι εις την Σπανίαν, ελεύσομαι προς υμάς∙ ελπίζω γάρ διαπορευόμενος
θεάσασθαι υμάς και υφ' υμών προπεμφθήναι εκεί...». Και ότι προφανώς εμαρτύρησεν
εκεί, «...επί το τέρμα της Δύσεως, και κατά τον Άγιον Κλήμεντα, ελθών»[5].
Ασχέτως όμως
του τόπου και του χρόνου του θανάτου των «κορυφαίων», η σοβαρωτέρα καθ' ημάς
μαρτυρία της προ του αποστόλου Παύλου μη μεταβάσεως του αποστόλου Πέτρου εις
Ρώμην και συνεπώς της μη ιδρύσεως της Εκκλησίας της Ρώμης υπ' αυτού εξάγεται εκ
του παραλληλισμού της προ Ρωμαίους επιστολής, μεθ' όσων αναφέρονται εν ταις
Πράξεσι των αποστόλων (ΚΗ΄ 14-31) περί της πρώτης εις Ρώμην μεταβάσεως του αποστόλου
Παύλου. Οι εν Ρώμη Χριστιανοί (προς τους οποίους εγράφη η προς Ρωμαίους επιστολή)
προήρχοντο προφανώς εξ εθνικών εκ Συρίας, Μακεδονίας και Ελλάδος, μαθητευσάντων
προηγουμένως παρά τω αποστόλω Παύλω, προφανώς δε και τινών Ιουδαίων, εκ της εν
Ρώμη πολυαρίθμου τότε Ιουδαϊκής κοινότητος. Χωρίς να αποτελώσιν ούτοι ωργανωμένην
Εκκλησίαν, συνήρχοντο προφανώς και εδιδάσκοντο εις διαφόρους οίκους, ως εν τη οικία
του Ακύλα και της Πρισκίλλης (Ρωμ. ΙΣΤ΄ 3-4)[6]. Ταύτα συνάγονται εκ των εν
κεφ. Α΄ 6 και 15, της επιστολής ταύτης αναφερομένων (ένθα ο απόστολος τονίζει ότι
είναι «απόστολος εθνών» και... «είναι πρόθυμος να ευαγγελισθή και τοις εν Ρώμη...»),
εκ των αναφερομένων εν Κεφ. ΙΑ΄ 13 της αυτής επιστολής «...υμίν γάρ λέγω τοις έθνεσι...».
Γράφων
λοιπόν ο απόστολος Παύλος εκ Κορίνθου, κατά το 58 μ.Χ.[7], προς τους χριστιανούς
της Ρώμης τονίζει: «...ώστε με από Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρις Ιλλυρικού
πεπληρωκέναι το Ευαγγέλιον του Χριστού, ούτω δε φιλοτιμούμενον ευαγγελίζεσθαι,
ουχ όπου ωνομάσθη Χριστός, ίνα μη επ' αλλότριον θεμέλιον οικοδομώ» (Ρωμ. ΙΕ΄
19-20) Και προσθέτει: «...Διό και ενεκοπτόμην τα πολλά του ελθείν προς υμάς... επιποθίαν
δε έχων του ελθείν προς υμάς από πολλών ετών, ως εάν πορεύωμαι εις την Σπανίαν ελεύσομαι
προς υμάς» (Ρωμ. ΙΕ΄ 22-24). Μήπως και μόνον ταύτα δεν είναι ικανή μαρτυρία ότι
γράφων ο απόστολος Παύλος προς τους χριστιανούς της Ρώμης, εγνώριζε καλώς ότι προ
αυτού «παρ' άλλου δεν ωνομάσθη εις αυτούς Χριστός» και ότι, «ουδείς άλλος προ αυτού
θεμέλιον παρ' αυτοίς τέθεικε», διό και φιλοτιμούμενος είχεν επιποθίαν να τους επισκεφθή;
Δεν είχε
συνεπώς ο απόστολος Πέτρος μεταβή εις Ρώμην προ της συγγραφής της επιστολής
ταύτης, ήτοι προ του 58 μ.Χ. Μήπως όμως μετέβη κατά το από της συγγραφής της επιστολής
και μέχρι της πρώτης εις Ρώμην μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου μεσολαβήσαν
διετές περίπου χρονικόν διάστημα; Καθ' ημάς και μόνον τα εν ταις Πράξεσι (ΚΗ΄
14-31) αναφερόμενα περί της εις Ρώμην πρώτης μεταβάσεως και της εκεί επί
διετίαν παραμονής του αποστόλου Παύλου αποκλείουσι τούτο απολύτως. Έχουσι δε ταύτα
εν συνόψει ως εξής:
Τον απόστολον
Παύλον και τους μετ' αυτού υποδέχονται, «εξελθόντες μέχρις Αππίου φόρου...»
(Πράξ. ΚΗ΄ 15), οι εν Ρώμη χριστιανοί αδελφοί, γνωστοί, προφανώς, κατά τα
προεκτεθέντα, τω αποστόλω Παύλω, εξ ου και ούτος ιδών αυτούς «έλαβε θάρσος»· αλλ'
εν τοις αδελφοίς τούτοις δεν υπάρχει προδήλως «επίσκοπος» της εν Ρώμη Εκκλησίας
ή πρεσβύτερος, άλλως θα εγίνετο αυτού ειδική μνεία, ως εγένετο διά τους πρεσβυτέρους
της Εκκλησίας της Εφέσου (Πράξ. ΚΗ΄ 17 εξ.).
Λαβών ακολούθως
άδειαν ο απόστολος Παύλος να μείνη «εν ιδίω μισθώματι» (Πράξ. ΚΗ΄ 30) (όπου και
έμεινε επί διετίαν), καλεί τρείς ημέρας μετά την εις Ρώμην άφιξίν του τους «όντας
των Ιουδαίων...» (Πράξ. ΚΗ΄ 17) και ομιλεί προς αυτούς περί του Κ. η Ι. Χριστού,
«...τής ελπίδος του Ισραήλ, δι' ην την άλυσιν περιεβάλλετο» (Πράξ. ΚΗ΄ 20). Ούτοι
απαντώντες ότι δεν έλαβον γράμματα περί αυτού και δηλούντες ως 'Ιουδαίοι –και
μάλιστα οι πρόκριτοι των εν Ρώμη– ότι ουδείς άλλος των αδελφών Ιουδαίων
προηγουμένως απήγγειλεν ή ελάλησέ τι περί αυτού πονηρόν, αξιούσι να ακούσωσι
παρά του ιδίου τα της διδασκαλίας του, ην αποκαλούσιν αίρεσιν, γνωστού όντος εις
αυτούς, ότι «πανταχού αντιλέγεται». Ορισθείσης ημέρας, άρχεται της διδασκαλίας
«πείθων» τινάς εξ αυτών..., ενώ άλλοι «ηπίστουν» (Πράξ. ΚΗ΄ 24). Εκ των
πειθομένων δε προδήλως και των άλλων προϋπαρχόντων αδελφών χριστιανών, προς ους
έγραψε την προς Ρωμ. επιστολήν του, ιδρύει την Εκκλησίαν της Ρώμης, ης επίσκοπον
χειροτονεί τον μαθητήν του Λίνον. Πώς λοιπόν ήτο δυνατόν εν τη λεπτομερεστάτη
ταύτη περιγραφή της πρώτης εις Ρώμην μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου και της επί
διετίαν εκεί παραμονής του, να μη γίνη και η ελαχίστη νύξις περί τυχόν
προηγουμένης εκεί μεταβάσεως του αποστόλου Πέτρου και της υπάρξεως εν Ρώμη ωργανωμένης
Εκκλησίας, ιδρυθείσης υπ' αυτού, ως και του ονόματος του επισκόπου της; Πώς δε και
οι «όντες», οι πρόκριτοι των εν Ρώμη Ιουδαίων, αποσιωπώσι την εκεί προηγουμένην
μετάβασιν του «αδελφού»[8] και «διδασκάλου» των Ιουδαίων αποστόλου. Πέτρου, όλως
δ' αντιθέτως δηλούντες, ότι «ουδείς των αδελφών παρεγένετο» μέχρι τότε προς αυτούς,
αξιούσι παρά του αποστόλου Παύλου να ακούσωσι τα της χριστιανικής διδασκαλίας; Εάν
ο απόστολος Πέτρος μετέβαινε προηγουμένως εις Ρώμην και εδίδασκε και ίδρυεν Εκκλησίαν,
ήτο δυνατόν να μη γνωρίζωσι τούτο οι «όντες» των εκεί Ιουδαίων; Και ήτο δυνατόν
να μη γίνη και νύξις καν περί αυτής και του επισκόπου της εις τας μεταξύ αυτών και
του απ. Παύλου συζητήσεις;
Αλλά και αι προς
Φιλιππησίους, προς Κολοσσαείς και προς Τίτον επιστολαί του απ. Παύλου, αι αναμφισβητήτως
γραφείσαι εν Ρώμη, κατά το διετές διάστημα της εκεί παραμονής του, εν ες ουδεμία
νύξις γίνεται περί του αποστόλου Πέτρου, ενώ, και δη εν τη προς Κολοσσαείς,
γίνεται ονομαστική μνεία τόσων άλλων, αποτελούσιν αδιαφιλονίκητον μαρτυρίαν, ότι
προ του απ. Παύλου δεν μετέβη εις Ρώμην ο απόστολος Πέτρος, ούτε δε και μετ’ αυτόν
και καθ' όν χρόνον ούτος παρέμεινεν εκεί. Εκ δε της Β΄ προς Τιμόθεον γραφείσης,
ως προανεπτύξαμεν, εν Ρώμη ολίγον προ του θανάτου του αποστόλου Παύλου (64-67
μ.Χ.), προσεπιβεβαιούται ότι δεν μετέβη ούτος εις Ρώμην.
Και άλλα όμως
εξηκριβωμένα ιστορικά γεγονότα, εν συνδυασμώ προς τας μνησθείσας μαρτυρίας της
Γραφής, αποδεικνύουσιν ως τελείως αναληθείς τους ισχυρισμούς των θεολόγων της
Παπικής Κοινότητος ότι ο απόστολος Πέτρος μεταβάς εις Ρώμην τω 41 μ.Χ.!
παρέμεινεν εκεί συνεχώς! , μέχρι του 66 μ.Χ., ότε και επί Νέρωνος εμαρτύρησεν.
Ούτως είναι
βεβαιωμένον ότι ο απόστολος Παύλος επεστράφη τω 37 μ.Χ., «μετά τρία δε έτη ανήλθεν
εις Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Πέτρον και επέμεινε παρ' αυτώ ημέρας δέκα πέντε» (Γαλ.
Α΄ 18). Η πρώτη λοιπόν συνάντησις των δύο αποστόλων εγένετο εν Ιεροσολύμοις τω
39 μ.Χ. Συνεχίζων ο απ. Παύλος εν τη αυτή επιστολή (Β΄ 1), βεβαιοί, ότι ανέβη το
δεύτερον εις Ιεροσόλυμα «μετά δέκα τέσσαρα έτη», μετά των αποστόλων Βαρνάβα και
Τίτου, κατά την δευτέραν δε ταύτην μετάβασίν του εγένετο και η πρώτη εν Ιεροσολύμοις
αποστολική σύνοδος διά τον τρόπον της εισδοχής εις την Εκκλησίαν των εξ εθνών
προσερχομένων (Πράξ. ΙΕ΄ 5-30). Ώστε και μετά δέκα τέσσαρα (14) έτη από του 39
μ.Χ., ήτοι τω 53 μ.Χ., ο απόστ. Πέτρος ευρίσκεται εις «Ιεροσόλυμα και λαμβάνει
μέρος εις την Α΄ Αποστολικήν σύνοδον, κατά τον αυτόν δε προδήλως χρόνον δίδει τοις
αποστόλοις Παύλω και Βαρνάβα –μετά του Ιωάννου– «δεξιάς κοινωνίας» και ακολούθως
ελέγχεται υπό του αποστόλου Παύλου εις Αντιόχειαν.
Τω 58, ως
προείπομεν, γράφεται εκ Κορίνθου η προς Ρωμαίους επιστολή, εν ή ο απ. Παύλος
φέρεται καλώς γνωρίζων ότι ουδείς άλλος απόστολος είχε μεταβή μέχρι τότε εις
Ρώμην, και τω 60 μ.Χ. αναβαίνει ούτος το τελευταίον εις Ιεροσόλυμα (Πράξ. ΚΑ΄
17), όπου προφανώς δεν ευρίσκεται ο απ. Πέτρος, διότι επισκέπτεται μόνον τον Ιάκωβον,
παρ' ω «παραγίνονται πάντες οι πρεσβύτεροι». Συλλαμβανόμενος εν Ιεροσολύμοις άγεται
εις Καισάρειαν, όπου παραμένει δέσμιος επί διετίαν (Πράξ. ΚΔ΄ 27) και όπου
προδήλως γράφει την προς Εφεσίους επιστολήν[9] και εκείθεν μετάγεται το πρώτον
εις Ρώμην, κατά το 62 μ.Χ.
Όταν λοιπόν
ληφθή υπ’ όψιν: α. ότι ο απόστολος Πέτρος γράφων την Α΄ Καθολικήν επιστολήν του
προς τους εν διασπορά εξ Ιουδαίων χριστιανούς «Πόντου, Γαλατίας κλπ.» είχε γνώσιν
της προς Εφεσίους επιστολής του αποστόλου Παύλου, γραφείσης περί το 62 μ.Χ. β. ότι
ολίγον προ της συγγραφής της επιστολής ταύτης – κατά την τελευταίαν μετάβασιν
του αποστόλου Παύλου εις Ιεροσόλυμα – δεν ευρίσκετο εκεί· και c. ότι από της
συγγραφής της προς Ρωμαίους επιστολής (58 μ.Χ.) και ακολούθως της προς Εφεσίους
(60-62 μ.Χ.) μέχρι της πρώτης συνοδεία μεταγωγής δεσμίου του αποστόλου Παύλου εις
Ρώμην δεν είχεν ούτος ουδόλως μεταβή εις Ρώμην (ως τούτο αποδεικνύεται εκ της εν
ταις Πράξεσι λεπτομερούς περιγραφής της πρώτης εκεί μεταβάσεως του αποστόλου
Παύλου, ην προανεπτύξαμεν), δεν καθίσταται αναμφισβήτητον ότι απουσιάζων ο απόστολος
Πέτρος εξ Ιεροσολύμων, κατά την τελευταίαν εκεί μετάβασιν του αποστόλου Παύλου,
ευρίσκετο όντως κατά τον αυτόν χρόνον εις την Βαβυλώνα της Αιγύπτου, όπου και έγραψε
την Α΄ Καθολικήν επιστολήν του, εν ή ουδόλως ανέφερε την Ρώμην, ακριβώς διότι δεν
είχε ουδόλως μέχρι τότε μεταβή εκεί;
Εκ του συνδυασμού
λοιπόν πασών των μαρτυριών τούτων συνάγεται το αμάχητον πλέον συμπέρασμα ότι προ
του αποστόλου Παύλου δεν μετέβη εις Ρώμην ο απόστολος Πέτρος. Εκ του συνδυασμού
επίσης των επιστολών του αποστόλου Παύλου προς Φιλιππησίους, Κολοσσαείς και
Τίτον, αίτινες αναντιρρήτως εγράφησαν εν Ρώμη κατά το πολυετές διάστημα της εκεί
παραμονής του (και εν ες ουδεμία νύξις γίνεται περί του αποστόλου Πέτρου,
καίτοι γίνεται ονομαστική μνεία τόσων άλλων εν τη προς Κολασσαείς) συνάγεται ωσαύτως
το αναμφισβήτητον συμπέρασμα ότι ούτε κατά το διάστημα της εν Ρώμη παραμονής
του αποστόλου Παύλου μετέβη εκεί ο απόστολος Πέτρος, εφ’ όσον άλλως τε, ως
προείπομεν, ουδείς πλέον υπήρχε προς τούτο λόγος, αφού η Εκκλησία της Ρώμης υπό
του αποστόλου Παύλου ιδρυθείσα ήκμαζε, ηγέρθη δε μετ' ολίγον και ο μέγας επί
Νέρωνος διωγμός. Τέλος, εκ της Β΄ προς Τιμόθεον επιστολής του αποστόλου Παύλου,
γραφείσης εν Ρώμη ολίγον προ του θανάτου του, προσεπιβεβαιούται, κατά τα
προαναπτυχθέντα, ότι ουδέποτε μετέβη ο απόστολος Πέτρος εις Ρώμην. Και αποδεικνύονται
ούτως όλως αβάσιμοι και αναληθείς οι περί του εναντίου ισχυρισμοί των θεολόγων της
Παπικής Κοινότητος,
[…………]
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1]. Πρβλ. και +Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου,
μν. έργ., σελ. 10-15.
[2]. Η Α' καθολ. επιστολή του αποστόλου Πέτρου εγράφη,
κατά την ομολογίαν πάντων σχεδόν των ερευνητών, μετά την προς Εφεσίους επιστολήν
του αποστόλου Παύλου, ην προφανώς είχεν υπ' όψιν του ο απόστολος Πέτρος, εκ
τούτου δε αι πολλαί των επιστολών τούτων ομοιότητες. Δεδομένου λοιπόν ότι η προς
Εφεσίους επιστολή εγράφη μεταξύ του 60-62 μ.Χ. εκ του δεσμωτηρίου, προφανώς της
Καισαρείας [Πράξ. ΚΔ΄ 27], άρα η Α΄ καθολική του αποστόλου Πέτρου εγράφη αργότερον,
εν Βαβυλώνι της Αιγύπτου, και δεν απευθύνεται αύτη και προς τους χριστιανούς της
Ρώμης, διότι ακριβώς μέχρι τότε δεν είχε μεταβή ο απόστολος Πέτρος εκεί, η επινόησις
δε θεολόγων τινών της Παπικής Κοινότητος, ότι γράφων ο απόστολος Πέτρος «Βαβυλώνα»
ηννόει αλληγορικώς την Ρώμην, είναι αναξία και ανασκευής. Διότι ουδείς λόγος
συνέτρεχε να προσφύγη ούτος εις τοιαύτην αλληγορίαν, υπαρχούσης, ως προείπομεν,
Βαβυλώνος, με ανθούσαν μάλιστα Ιουδαϊκήν παροικίαν. Η αναφορά εις άλλην Βαβυλώνα
με αλληγορικήν έννοιαν προφανώς θα εδημιούργει σύγχυσιν.
[3]. Π. Τρεμπέλα, Ερμην. των επιστ. του αποστόλου
Παύλου, σελ. 624 και του ιδίου «Δογματική…», τόμ. Β΄, σελ. 397.
[4]. Ο άγιος πατήρ ονομάζει επίσης τους «κορυφαίους» αποστόλους
απλώς «στύλους» της Εκκλησίας, όπως και ο Άγιος Χρυσόστομος.
[5]. Π. Τρεμπέλα, «Ερμην. των Επιστ. του αποστόλου
Παύλου, σ. 624. «...Τό ότι δε –ο απόστολος Παύλος– επεχείρησε μετά την απόλυσίν
του εκ της πρώτης φυλακίσεώς του [εν Ρώμη] και τετάρτην περιοδείαν..., ευρίσκεται
μεν σύμφωνον και προς υπαινιγμόν του Κλήμεντος Ρώμης [Α΄ Κορ. 5 «επί το τέρμα της
Δύσεως ελθών»], αποτελεί δε την μόνην φυσικήν εξήγησιν της εν τω κανόνι του Moratori
απαντώσης φράσεως «profectionem Pauli ab urbe ad Spaniam», των δύο τούτων
μαρτυριών υποδηλουσών πιθανώτατα και την προς τα μέρη της Σπανίας μετάβασιν του
Παύλου κατά τον εν τη προς Ρωμ. εκφρασθέντα πόθον... ως χρόνος της οδοιπορίας
ταύτης καθορίζεται υπό των νεωτέρων το μεταξύ των ετών 64-67 μ.Χ. χρονικόν
διάστημα, του έτους 67 θεωρουμένου υπό τούτων ως έτους μαρτυρίου του Παύλου».
[6]. Π. Τρεμπέλα, ερμην. της προς Ρωμ. επιστολής, σελ.
10-11 και + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 313.
[7]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ.,
σελ. 10.
[8]. Και ο απόστολος Παύλος ονομάζει τους «όντας» των εν
Ρώμη Ιουδαίων «αδελφούς» εν τη εννοία της φυλετικής αδελφωσύνης.
[9]. Πρβλ. + Π. Τρεμπέλα, υπομν. εις τας επιστ. του Παύλου,
σελ. 433-434, αποκλίνοντος υπέρ της γνώμης πολλών ερμηνευτών, ότι η προς Εφεσ. επιστολή
εγράφη εις Ρώμην, άμα τη εκεί αφίξει του αποστόλου, εν αντιθέσει προς την
γνώμην άλλων φρονούντων, ότι εγράφη εν Καισαρεία κατά την εκεί διετή εν
«δεσμωτηρίω» φυλάκισίν του. Συμφωνούντες μετά των δευτέρων, διότι εν Ρώμη ο απόστολος
δεν εκρατήθη εν «δεσμωτηρίω κατά την πρώτην «συνοδεία» μετάβασίν του, αλλά τω επετράπη
να παραμείνη «εν ιδίω μισθώματι» [Πράξ. ΚΗ΄ 30], θα παρατηρήσωμεν, ότι, είτε εν
Καισαρεία, είτε εν Ρώμη εγράφη η επιστολή αυτή, αποτελεί πάντως αμάχητον
μαρτυρίαν, ότι, εφόσον ο απόστολος Πέτρος είχε ταύτην υπ' όψιν του, όταν έγραφε
την Α΄ Καθολ. επιστολήν του, άρα έγραψε ταύτην οπωσδήποτε μετά την πρώτην
μετάβασιν του αποστόλου Παύλου εις Ρώμην. Το ενδεχόμενον της μεταβάσεώς του
κατά το ενδιάμεσον χρονικόν διάστημα από της τυχόν εν Καισαρεία συγγραφής της προς
Εφεσ. επιστολής μέχρι της εις Ρώμην πρώτης μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου αποκλείεται
ωσαύτως απολύτως, ως προανεπτύξαμεν, εκ της εν ταις Πράξεσι [ΚΗ΄ 15-31]
λεπτομερούς περιγραφής της μεταβάσεως ταύτης. Εάν δε γίνη δεκτόν, ότι και η προς
Εφεσίους επιστολή εγράφη εκ Ρώμης, τότε προσεπιβεβαιούται περισσότερον ου μόνον
η μη μετάβασις του αποστόλου Πέτρου εις Ρώμην προ του αποστόλου Παύλου, αλλά και
η μετ' αυτόν και δη κατά την διάρκειαν της εκεί παραμονής του. Διότι αποκλείουσιν
τούτο και αι λοιπαί επιστολαί του αποστόλου Παύλου αι γραφείσαι εν Ρώμη, εν ες,
και κατά τα προλεχθέντα, δεν μνημονεύεται ο απόστολος Πέτρος παντελώς.