[…]
Ο Χριστός ανεβαίνει στο πλοιάριο
του Πέτρου και διδάσκει το λαό που
βρίσκεται στην ακτή. Όταν ολοκληρώνεται
η διδασκαλία, προτρέπει τον Πέτρο να
ρίξει τα δίχτυα του στη θάλασσα. Εκείνος,
παρότι εξηγεί στο Χριστό ότι όλη τη
νύχτα κοπίασαν, αλλά το αποτέλεσμα ήταν
απογοητευτικό. Κάνει όμως υπακοή στο
παράγγελμα του Κυρίου και ρίχνει τα
δίχτυα, με αποτέλεσμα αυτά να γεμίσουν
και να χρειαστεί τη βοήθεια και ενός
άλλου πλοιαρίου για να μπορέσει να το
ανεβάσει στο πλοίο. Γεμίζει από ψάρια
το δικό του, γεμίζει και το πλοιάριο των
άλλων ψαράδων και κινδυνεύουν να
βουλιάξουν. Και τότε ο Πέτρος πέφτει
στα γόνατα του Χριστού και αναφωνεί:
«Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ
αμαρτωλός ειμί Κύριε» (Λουκ. 5,
8), για να λάβει από το Χριστό την κλήση
να γίνει μαθητής Του, μαζί με τον Ιάκωβο
και τον Ιωάννη και να αγωνιστεί κοντά
στον Κύριο να αλιεύει ανθρώπους.
«Ανήρ
αμαρτωλός ειμί». Πόσοι από εμάς
θα αναφωνούσαμε αυτή τη φράση στη θέση
του Πέτρου; Γευόμαστε την αφθονία των
ευεργεσιών του Θεού στη ζωή μας και η
σκέψη μας είναι ότι αυτά τα αγαθά τα
δικαιούμαστε, γιατί εργαζόμαστε, γιατί
έχουμε χαρίσματα, γιατί είμαστε ικανοί,
γιατί οι άλλοι μας οφείλουν, γιατί ο
κόσμος περιστρέφεται γύρω από εμάς.
Ζούμε σε έναν πολιτισμό, άλλωστε,
δικαιωμάτων, όπου ο καθένας μας θεωρεί
ότι ο άλλος του οφείλει, ότι ο κόσμος
και η κοινωνία οφείλουν να μας δώσουν
αυτό που δικαιούμαστε. Και όχι μόνο
αυτό. Μη έχοντας αυτογνωσία και μη
κάνοντας αυτοκριτική, μεγεθύνουμε τις
δυνατότητές μας και ζητούμε να είμαστε
το κέντρο του κόσμου. Ακόμη και απέναντι
στις ευεργεσίες του Θεού, δεν είμαστε
έτοιμοι να δοξάσουμε και να ευχαριστήσουμε.
Πόσο μάλλον να αναφωνήσουμε ότι είμαστε
άνθρωποι αδύναμοι και αμαρτωλοί.
«Ανήρ
αμαρτωλός ειμί». Ο
Πέτρος μπροστά στη δύναμη του Θεού
συναισθάνεται το μέγεθος της αναξιότητάς
του. Γνωρίζει αν είναι ικανός ψαράς.
Γνωρίζει πότε τα ψάρια προσελκύονται
και πότε όχι. Μπροστά στο Χριστό όμως
συνειδητοποιεί το θαύμα της παρουσίας
του Θεού στη ζωή του και εκεί όλες οι
ικανότητες και οι γνώσεις του γίνονται
σύντριμμα. Το μόνο που αισθάνεται είναι
η αμαρτωλότητά του. Η ρυπαρότητα της
ψυχής του. Το ότι δεν είναι τίποτα μπροστά
στο Χριστό. Την οντολογική και πνευματική
του ανυπαρξία. Δεν είναι ικανός ούτε
άξιος να εισέλθει ο Κύριος υπό την στέγην
της ψυχής του. [...]
«Ανήρ
αμαρτωλός ειμί». Πόσες φορές στη
ζωή μας κρατάμε το Χριστό και τη σχέση
μας με την Εκκλησία για τον εαυτό μας
και μόνο. Παραδιδόμαστε στην αυτάρκεια
και στο συμφέρον, μετατρέποντας τη ζωή
της πίστης σε σχέση συναλλαγής. Αγνοούμε
τις φανερές και αφανείς ευεργεσίες, τις
υπέρ ημών γεγενημένες, και δεν βλέπουμε
την πρόσκληση του Χριστού ό,τι μας δίνει
να το αντιπροσφέρουμε στους άλλους
ανθρώπους για να γυρίσει σ’ Εκείνον.
Δεν αισθανόμαστε την ευθύνη να μιλήσουμε
για το Χριστό, είτε με την προσευχή μας,
είτε με το λόγο μας, είτε με τα έργα της
αγάπης, αλλά κυρίως με την έξοδό μας από
τον εαυτό μας, από τη συνήθειά μας, από
την επίδραση του χρόνου που μας κάνει
να αισθανόμαστε γερασμένοι και
ικανοποιημένοι από όσα κάνουμε, κρατώντας
γα τον εαυτό μας το προνόμιο της σωτηρίας,
το οποίο όμως μάς δίδεται για να το
μοιραστούμε και όχι για να εγκλωβιστούμε
σ’ αυτό.
Οι
άνθρωποι παραμένουμε προσκολλημένοι
στις βιοτικές μας μέριμνες, στους ιχθύες
που πρέπει να αλιεύσουμε για να ζήσουμε.
Η παρουσία του Χριστού στο πλοιάριο του
καθενός, στη ζωή του, στην πορεία του,
στα έργα του αποτελεί μία πρόσκληση
ευχαριστίας, μετανοίας και ταπεινότητας,
αλλά και αφορμή αγάπης και μοιράσματος.
Αυτή είναι και η ουσία της ζωής της
Εκκλησίας. Η απόδειξη της χαράς και της
ευγνωμοσύνης για τα όσα ο Χριστός μας
δίδει, κατά την καρδίαν μας, αλλά και
κατά το τι αληθινά μας συμφέρει. Μέσα
στην πραγματικότητα της κρίσης, όπου
τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τους
αλιεύματα της επιβίωσης, ας παλέψουμε
να δούμε τον κόσμο διαφορετικά, μέσα
από αυτό το πρίσμα της συναίσθησης της
αμαρτωλότητάς μας και ας πορευτούμε
αναγνωρίζοντας την προτεραιότητα του
Χριστού στη ζωή μας, για να νικήσουμε
τον μεγαλύτερο πειρασμό: της αυτάρκειας
και του ατομισμού. Και ταύτα πάντα τα
υλικά προστεθήσεται ημίν, κατά τις
αληθινές μας ανάγκες.