Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι η Μαρία ΠΙΣΤΕΨΕ
στο μήνυμα του αγγέλου σχετικά με τη
γέννηση του Χριστού. Για το λόγο αυτό
και επαινέθηκε για την πίστη και διάθεση
του εαυτού της στο θείο θέλημα.
Αλλά
τίθεται το ερώτημα: Μήπως πριν από εκείνη
είχε πιστέψει σ' αυτήν ο ίδιος ο Θεός,
γι’ αυτό και την διάλεξε και γι’ αυτό
και τη χαρίτωσε;
Δεν
ξεχνούμε ότι ο Γαβριήλ απευθύνθηκε
σ’ αυτήν λέγοντας «ΧΑΙΡΕ
ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ· Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕΤΑ ΣΟΥ·
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΣΥ ΕΝ ΓΥΝΑΙΞΙΝ».
Με άλλα
λόγια, πριν ακόμη η Μαρία αποδεχθεί την
αποστολή του Κυρίου, εκείνη ήταν ΗΔΗ
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες!
Εμείς
συνήθως καταλαβαίνουμε το πιστεύω σαν
κάτι που αφορά παραδοχή (π.χ. μιας
πληροφορίας), αλλά στο προκείμενο η
πίστη αναφέρεται στην εμπιστοσύνη από
μέρους κάποιου προς έναν άλλο. Στο
προκείμενο αυτοί οι δύο ήταν η Μαρία
και ο Θεός, ο Θεός και η Μαρία:
Από
τη μία πλευρά η Μαρία πίστεψε, δηλαδή
εμπιστεύτηκε τον Θεό και παραδόθηκε
για να επιτελέσει το θαύμα Του.
Αλλά
και ο Θεός είχε ήδη διαλέξει και γι’
αυτό εμπιστεύτηκε την Μαρία, ότι ήταν
αξιόπιστη να της εμπιστευτεί το έργο
της γέννησης και ανατροφής του υιού
Του.
Πάντα
χρειάζονται δύο για να γίνει το έργο
του Θεού. Ο Θεός και ο άνθρωπος. Εκείνος
και εγώ, εγώ και Εκείνος.
Όχι
επειδή δε μπορεί ο Θεός να κάνει το
έργο Του και χωρίς εμένα (αν εγώ δεν θέλω
να υμνήσω, μπορεί να το κάνει ο Θεός και
με τις πέτρες [«Σας λέγω ότι εάν ούτοι
σιωπήσωσιν, οι λίθοι θέλουσι φωνάξει»
– Λουκ. 19:40]. Όμως ο Θεός θέλει να μας
έχει συμμέτοχους στα έργα Του για να
διδασκόμαστε και για να γνωρίζουμε όλο
και περισσότερο τα σχέδια αλλά και το
μεγαλείο της χάρης Του.
Έρχεται
τώρα το πρακτικό ερώτημα:
>Γιατί
κάτι που αναλαμβάνουμε να κάνουμε δεν
καταφέρνει να ολοκληρωθεί με επιτυχία;
>Γιατί
δεν μπορούμε να δούμε να γίνονται εκείνα
που ονειρευτήκαμε και όπως τα ονειρευτήκαμε;
Μήπως
η αιτία βρίσκεται ακριβώς εδώ, στο ότι
δηλαδή ο πρωταγωνιστής σε όλο αυτό δεν
είναι ο Θεός αλλά εμείς, εμείς που
νομίσαμε ότι αυτό ή εκείνο που σκεφτήκαμε
και επιχειρήσαμε ήταν κάτι που το ήθελε
ο Θεός, ενώ στην πραγματικότητα ήταν
μόνο κάτι που θέλαμε εμείς και γι' αυτό
δεν είχε την ''πίστη'' του Θεού;
Ας
μην ξεχνούμε και το άλλο που είπε ο
Γαβριήλ στην Μαρία, ότι «Ουδέν
πράγμα θέλει είσθαι αδύνατον παρά τω
Θεώ»
(Λουκ. 1:37)...
Και
τι θα πρέπει να συμπεράνουμε όταν κάτι
δεν συμβαίνει «παρ’
ανθρώποις»;
Πάλι την απάντηση θα βρούμε στο λόγο
του Θεού, έχει να πει ότι: «Τα
αδύνατα παρά ανθρώποις είναι δυνατά
παρά τω Θεώ»
(Λουκ. 18:27).
|